Στον δεύτερο δίσκο τους οι Wolf ακούγονται αναβαθμισμένοι σε κάθε τομέα. Στο εξώφυλλο βλέπουμε την δουλειά του μεγάλου Thomas Holm, υπεύθυνου για κάποια από τα αριστουργήματα που κοσμούν τα μνημεία πολιτισμού που είναι οι δίσκοι των King Diamond και Mercyful Fate. Στον τομέα της παραγωγής υπάρχει μια αισθητή ζωντάνια παραπάνω, παρόλο που ο ήχος είναι πολύ κοντά σε αυτόν του ντεμπούτου, απλώς πιο βαρύς. Πίσω από την κονσόλα πάλι ο πολύς Peter Tagtren.
Συνθετικά που μας ενδιαφέρει κιόλας, βρισκόμαστε στο ίδιο μοτίβο με πριν: Maiden, λίγο Mercyful Fate, περισσότεροι Priest και speed metal. Αυτή τη φορά όμως η Steve Harris μανία είναι πιο συγκρατημένη (δεν λείπουν κάποια "τρίμπιουτ/κλοπές" σημεία βέβαια) και πατάει πολύ περισσότερο στο Killers παρά στο Powerslave, ενώ το MF στοιχείο έχει πιο έντονη παρουσία, συνεπικουρούμενο από το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, την λαμπρή διασκευή στο Dangerous Meeting, το πρώτο κομμάτι δηλαδή του Don't Break the Oath. Το γεγονός ότι είναι λαμπρή η διασκευή και δεν ακούγεται καθόλου παράταιρη στο κλίμα του δίσκου λέει ίσως πολλά περισσότερα από ότι θα γράψω εγώ για την ποιότητα των Wolf.
Πίσω στο περιεχόμενο του δίσκου, εδώ υπάρχουν και κομμάτια που ξεφεύγουν εντελώς της γραμμής, όπως το κλασσικό Venom, που έχει έναν ξεσηκωτικό hard rock αέρα και live αποτελεί πάντοτε highlight. Το άλλο σουξέ του δίσκου το σπινταριστό Genocide υποκλίνεται στην εισαγωγή στους Maiden για δυο μέτρα και μετά πατάει το γκάζι τέρμα και παίρνει κεφάλια με τον εντελώς Wolf τρόπο του. Από εκεί και πέρα δικές μου αδυναμίες αποτελούν τα A World Bewitched και Unholy Night αλλά το επίπεδο μένει πολύ υψηλό παντού, δεν ξέρω τι κακό θα μπορούσε να πει κανείς για το Demon Bell ή το Night Stalker που ανοίγει τον δίσκο (υπάρχει και εφτάιντσο αυτό) ή το I Am the Devil. Να, πάλι γράφω ολα τα κομμάτια σχεδόν γιατί με πνίγει το κρίμα μην αφήσω κάποιο απέξω. Και αυτό γιατί με τους λίγους φανατικούς οπαδούς των Wolf που έχω κάνει κουβέντες, διαπιστώνουμε αξιοθαύμαστη απόκλιση στα αγαπημένα μας κομμάτια, χωρίς κανέναν να τον χαλάει το αγαπημένο του άλλου. Μην αφήσω κανέναν παραπονεμένο!
Εδώ θα πρέπει να αναφέρω ότι εκτός από τον Niklas Stalvind (εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσε το επώνυμο Olsson) που είναι πολύ επηρεασμένος από τον Steve Harris, ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στον Daniel Bergkvist, ο οποίος είναι εμφανώς καλλιτεχνικό παιδί του Nicko McBrain (πολύ συγκεκριμένα), το οποίο είναι με τη σειρά του σημαντικός παράγοντας για την Iron Maiden συνάφεια. Εγώ πάντως το αναφέρω σαν κάτι απολύτως θετικό, γιατί πρώτον, ο Nicko McBrain είναι εκπληκτικός ντράμερ και το στυλ του εκλείπει πραγματικά από την σκηνή και δεύτερον, γιατί ο Daniel είναι ΑΞΙΟΣ και βαράει καλά (και γρήγορα, όπως πρέπει).
Φοβερός δίσκος, θα τον έβαζα μισό σκαλοπάτι πάνω από το ντεμπούτο γιατί ο Niklas τραγουδάει σαφώς με περισσότερο αέρα και αυτοπεποίθηση - και είναι φωνάρα το άτομο - και γιατί υπάρχει σαφής η αίσθηση ότι αρχίζουν και ξεκολλάνε από τις Μεηντενικές εμμονές (η λέξη κλειδί είναι "εμμονές", οι επιρροές είναι εμφανέστατα εκεί). Απαραίτητος για χεβυμεταλλάδες πάντως. Και 2 χρόνια μετά έρχονται τα ΣΠΟΥΔΑΙΑ.
Τι θα ήθελα να ακούσω live: Genocide, Venom
No comments:
Post a Comment