Το Legions of Bastards ήταν η πρώτη δουλειά των Wolf που έδειχνε σημάδια κόπωσης και πιθανώς σηματοδοτεί την δυσκολότερη περίοδο για το συγκρότημα. Εν τέλει, φεύγει ο μουστακαλής Axeman ενώ ο Niklas καταρρέει από το σύνδρομο Εργασιακής Εξουθένωσης (burnout), το οποίο τον αφήνει σε πραγματικά πολύ κακή κατάσταση, σωματική και ψυχολογική. «Επτά χρόνια έντονου stress χωρίς καμία ξεκούραση τελικά με κατέβαλλαν. Ήμουν τόσο άρρωστος που δεν μπορούσα καν να οδηγήσω, είχα κατάθλιψη και είχα σοβαρό πρόβλημα με τη μνήμη μου.» Με καλή βοήθεια, μεγάλο πείσμα και ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια, ο frontman ξεπερνάει το πρόβλημα και βγαίνει από το τούνελ με σαφώς πιο ανανεωμένη διάθεση και σώμα για εξώφυλλο σε fitness περιοδικό. «Κοιτώντας πίσω τώρα, ήταν το καλύτερο πράγμα που μου έχει συμβεί».
Χωρίς να γνωρίζω ακόμα τα καθέκαστα μαθαίνω ότι στη μπάντα έρχεται ο Simon Johansson των Memory Garden (θαυμάσια μπάντα, τσεκάρετε άμεσα τα Tides και Mirage). Η είδηση μου άρεσε, ο Simon είναι συνθέτης, ερχόταν από συγκρότημα με άποψη, ίσως βοηθούσε να ξεκολλήσει λίγο τους Wolf από το τέλμα και να τους δώσει λίγη έμπνευση. Η πρώτη γεύση ήρθε με το My Demon, ένα εξαιρετικό heavy metal κομμάτι που ζεσταίνει την προσμονή για τα καλά. Λίγο αργότερα ακολούθησε το βίντεο του Shark Attack με ένα ρεφρέν ΤΕΡΑΣΤΙΑΣ πόρωσης και στοιχεία που δεν είχαν ξανακουστεί στη ριφολογία των Wolf. 2/2, τα πράγματα έδειχναν πολύ καλά.
Όταν τελικά έπεσε ο δίσκος στα χέρια μου διαπίστωσα ότι οι Wolf που τους είχα στην κατηγορία «ελάχιστη απόκλιση» αποδείχτηκαν ότι μπορούν να σε πιάσουν και λίγο στον ύπνο. Το στοιχείο του speed metal είναι σχεδόν άφαντο, αντιθέτως υπάρχει ένα φλερτ με πιο doomy πράγματα (να’ναι ο Simon; Να’ναι η μαυρίλα των προηγούμενων ετών; Ποιος ξέρει;) και ένας ανανεωτικός άερας στο ύφος τους που όμως παραμένει εντελώς, μα εντελώς Wolf. Δεν υπάρχει καμία απολύτως άμεση αναφορά σε Iron Maiden, Mercyful Fate και Judas Priest (με την εξαίρεση μιας θαυμάσιας διασκευής στο Rocka Rolla) – μόνο heavy metal, μόνο Wolf. Τα δύο ορεκτικά κομμάτια μου άρεσαν πραγματικά πολύ αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι το κυρίως μενού είχε ακόμα καλύτερα πράγματα.
Μεγάλη εντύπωση μου έκανε το Dark Passenger, ένα αργό, ατμοσφαιρικό κομμάτι που λάτρεψα αμέσως, ίσως γιατί μου θυμίζει σε σημεία την ατμόσφαιρα που βγάζει το Dreamhealer, ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια έβερ. Άλλη μεγάλη στιγμή ήταν το I Αm Pain με το τεράστιο ριφ, το τεράστιο ρεφρέν και την φορτισμένη ερμηνεία στο κουπλέ. Το Back from the Grave το οποίο είναι βγαλμένο κατευθείαν από τα 80ς, με έναν συγκινητικό και πορωτικό τρόπο που προσωπικά μου έβγαλε ένα παρεμφερές συναίσθημα με την τελευταία δουλειά των Riot (V) και το στοιχείο του «δεν τα κάνουν πια έτσι». Ακούστε αυτή την μελωδία στο δεύτερο ρεφρέν, σκέτη μαγεία. Και βέβαια το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το αριστουργηματικό Killing Floor, απλό, λιτό και τέλειο.
Κακό κομμάτι δεν θα βρείτε και για άλλη μια φορά ο δίσκος θέλει τα ακούσματά του για να βγάλει όλους τους χυμούς αλλά σίγουρα ανταποδίδει την επένδυση. Ακόμα και μετά από εκτενές λιώσιμο με βρίσκω να τον επισκέπτομαι ΠΟΛΥ συχνά ανάμεσα σε νέες κυκλοφορίες. Έχει έναν άερα κλασσικού heavy metal με ιδιαιτερότητα Wolf και κυρίως μια τελείως δικιά του ατμόσφαιρα. «Ατμοσφαιρικός» με την έννοια που το λέγαμε παλιά, πριν τα σκοταδόψυχα με τα πλήκτρα και τα αιθέρια pads (συνεννοηθήκαμε νομίζω).
Επίσης, είναι και ο δίσκος που είδα ότι τσίμπησε πάρα πολύ κολακευτικά σχόλια εγχωρίως με κάποιους να τον ανακηρύσσουν τον καλύτερο τους δίσκο. Άποψη που με βρίσκει απόλυτα αντίθετο αλλά κατανοώντας την απόλυτα επίσης. Είναι πραγματικά αστείο το πόσο πολύ σε γραπώνουν κάποια ρεφρέν (μα ξεχνιέται αυτό το “WAAARNING!! WAAAAAAARNING!!!”; ) και πώς να το κάνουμε, είναι φοβερός δίσκος. Πιστεύω πάντως πως αυτοί που θεωρούν αυτόν την καλύτερη δουλειά τους ότι θα γουστάρουν την ζωή τους αν επενδύσουν και στις προηγούμενες δουλειές τους.