Είμαι πάνω στην καψούρα για την δουλειά των Helloween και συγκεκριμένα του Kai Hansen. Αφού αποδείχτηκε σαπουνόφουσκα η κολοκύθα (κατά το μάπα το καρπούζι), το προφανές ήταν να στραφώ στους Gamma Ray. Έχουν βγάλει δυο δίσκους με χλιαρό ίμπακτ στην μεταλλική ατμόσφαιρα. Το ντεμπούτο έλαβε γενναία κάλυψη από το Χάμερ, το δεύτερο τρίχες. Και λάιβ καλά λέει αλλά αυτό εμένα δεν μου προσφέρει τίποτα, η μοναδική συναυλία που έχω δει είναι οι Τρύπες στο Ηράκλειο ξέρω γω.
Αλλά καψούρα για Χανσενομουσικές, επιβεβαίωση από τον γκουρού να τσεκάρω τους Gamma Ray («ε, σχεδόν τα ίδια παίζει»), μαζεύω λεφτά και τραβάω για το αύριο.
Το εξώφυλλο είναι λίγο (όσο πατά ο ελέφας) αδιάφορο, ο Hansen και ο Scheepers ατενίζουν το προαναφερθέν Αύριο σε μπλε αποχρώσεις. ΟΚ. Μέσα τα πράγματα είναι λίγο πιο ομαδικά αλλά υπάρχει μια ελαφριά γερμανοβλαχιά που ακόμα δεν κατάλαβε ότι αλλάξαμε δεκαετία. Εμένα πάντως μου άρεσε ο ντράμερ στα μετόπισθεν, έβγαζε μια κουλ αραξομπίχλα, πιθανώς η ιδέα μου.
Προσπερνώντας αυτά τα επιφανειακά, φόρεσα τα ακουστικά μου και ετοιμάστηκα να ακούσω τον δίσκο που έγραψε ο Kai αποχωρώντας από τους Helloween στο peak της καριέρας τους. Το πόσο σημαντικό στοιχείο των Helloween ήταν ο Kai είναι δεδομένο. Υποτίθεται έφυγε γιατί το κλίμα δεν του άρεσε, δεν ένιωθε καλά. Υπήρχαν τριβές με τον Weiki, πιθανόν την εποχή εκείνη να είχε γίνει και μια ψιλοκλίκα Kiske-Weikath, στο ψου-ψου-ψου πιο πολύ, κούραση με τους ρυθμούς, τέτοια πράγματα. Ο στόχος του ήταν να φτιάξει μια μπάντα που θα πάρει το Keepers στοιχείο να το πάει παραπέρα με έναν αισιόδοξο Χανσενικό αέρα. Εννοείται πως μιλάμε για κτηνώδες ρίσκο και αξιοθαύμαστη κίνηση. Έχεις πιάσει την καλή και είσαι πρώτη μούρη, τα παρατάς όλα και πάλι από την αρχή.
Και μπαίνει το Welcome, ένα κλασικό Helloween ίντρο. Πολύ όμορφο, ντυμένο με βιολιά, συνδυάζει μια γλυκιά επιβλητικότητα με μια ημι-επική μελωδία του Kai στην κιθάρα που οδηγεί σε μια νότα προσμονής που δίνει θέση στο power/speed riff του Lust for Life. Ριφάρα. Δυναμική, πολύ Hansen, ακολουθεί την καλή και δοκιμασμένη συνταγή της ρυθμικής με σάλτσα lick από πάνω. Μια χαρά. Ο ήχος είναι πολύ καλός, προσωπικά την καταβρίσκω με τον ήχο και το παίξιμο των τυμπάνων επίσης και μπαίνει και ο Scheepers.
Ε, Κίσκε φάση φωνή στην ικανότητα λαρυγγιού, χροιά επαρκώς ιδιαίτερη αλλά όχι και Kiske. Εξαιρετική τεχνική στις ψηλές (δίμετρες και πάνω) νότες. Το κομμάτι είναι εξαιρετικό, χαρούμενο αλλά όχι χαζοχαρούμενο και κυρίως μπαίνει ένα ΤΙΤΑΝΙΟ σόλο. Μιλάμε για σολάρα που φτάνει στην κορύφωση στο 3:30 νταν (αποτυπωμένο στο κεφάλι με το καντράν του CD player) όπου γυρνάει σε ένα θριαμβευτικό κλασσικότροπο θέμα που μου σήκωνε την τρίχα για μήνες.
Το όλο feeling με τούμπαρε, την πάτησα αγρίως. Βασικά είναι πολύ απλό: Όλα είναι χάλια γύρω μας, μιζέρια, απογοήτευση, οπότε επιστρέφουμε στα basics: Ξανασηκωνόμαστε, φτύσιμο στην μάπα του άγχους και αγκαλιάζουμε την Ζωή και την Χαρά.
Εγώ όμως ήμουν (ειδικά τότε, ω!) πολύ κυνικός, κανονικά θα έπρεπε να μειδιάζω στην καλύτερη. Αλλά αυτός ο δίσκος και αυτός ο μουσικός δεν μου έβγαλαν κάτι τέτοιο. Γιατί η ίδια η κυκλοφορία που κρατούσα στα χέρια μου στήριζε 100% καλλιτεχνικά ακριβώς αυτό το όραμα. Ο Kai ερχόταν από μια σκοτεινή περίοδο εγκατάλειψης (διπλής κατεύθυνσης σαφώς) και βλέποντας το δημιούργημά του να φεύγει από τα χέρια του, κομπλέ με διάφορα κερασάκια όπως το εξώφυλλο του Live in the UK (κορυφαίο live). Στο σκίτσο ο δεύτερος κιθαρίστας, με εντολή από την EMI, ζωγραφίστηκε σαν το ενδιάμεσο του Hansen και του Grapow (του αντικαταστάτη του δηλαδή που δεν παίζει νότα στο δίσκο). Κακομοιριά.
Kai Hrapow
Θα περίμενε κανείς (εγώ σίγουρα πάντως) να υπάρχει και ένας θυμός, ένα νεύρο, μια κάποια μαυρίλα στην μουσική. Αντιθέτως υπάρχει το Lust for Life και όλο το υπόλοιπο άλμπουμ που σου βγάζει έναν αέρα υπέρβασης, «πάνε αυτά, κοιτάμε μπροστά», πολύ πειστικά για μένα τέλος πάντων.
Ο δίσκος είναι σχεδόν άψογος. Δύο στιγμές τις θεωρώ κατώτερες. Πρώτον το Heaven Can Wait, το οποίο κατ’εμέ ξεπερνά την θολή γραμμή μεταξύ χαρούμενου και χαζοχαρούμενου που έλεγα πριν. Βέβαια αυτό ήταν το χιτάκι για πολύ κόσμο που ψοφάει για γιαπωνεζοσουξέ εύπεπτα και ανάλαφρα, so what do I know? Δεύτερον, η μοναδική σύνθεση (πλην της διασκευής βέβαια) που δεν είναι του Hansen. Το Freetime του Scheepers. Το οποίο δεν είναι και αισχρό, απλά είναι ένα ροκάκι με αδιάφορο (έως ηλίθιο για τους κακεντρεχείς αυστηρούς) ρεφρέν. Άφοβο σκιπ, δεν χάνετε τίποτα.
Από εκεί και πέρα όμως τα πράγματα είναι πραγματικά καλά και υψηλού επιπέδου και πανεύκολα στέκονται αξιοπρεπώς στην αλυσίδα κυκλοφοριών των Helloween προηγουμένως. Εκτός του Lust for Life υπάρχει και το The Silence, μια μπαλάντα με πανέμορφες μελωδίες, γεμάτο ρεφρέν, μια εντυπωσιακή αλλαγή με ακουστικές κιθάρες που οδηγεί σε ένα κλάσικ Hansen σόλο περιοπής και κυρίως μια άψογη ερμηνεία του Scheepers. Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το Hold Your Ground που συνδυάζει δυναμικό europower (χωρίς τυρί) με τη σάλτσα lick κθάρας που έλεγα προηγουμένως, κλασικότροπες σφήνες στο κουπλέ του, ενώ έχει και ένα καταπληκτικό κόψιμο που οδηγεί σε ένα μπάσιμο καυτού speed power metal σόλο για να φτάσουμε στο θριαμβευτικό ρεφρέν και το χαρακτηριστικό φινάλε που έπαιξα σε μια δασκάλα πιάνου σε ωδείο για να της δείξω ότι το χέβυ μέταλ τα πάει καλά με την κλασική, ορίστε, να (ε, αυτό άκουγα τότε, δεν είχα και άλλο πρόχειρο). Ψάρωσε. Λογικό in retrospect, ήταν οπαδός Κορκολή κατά τα’άλλα (προ-Κορκολύκου… άραγε πώς να το πήρε…I digress…)
Το σινγκλάκι και βίντεο του δίσκου είναι το Space Eater. Πιασάρικο με σουτζουκάκι ριφ που οδηγεί σε ημι-ψυχεδελικό κουπλέ (περί κατάχρησης ουσιών οι στίχοι, επιστροφή στην Starlight θεματολογία) και ένα ρεφρέν που αναδεικνύει τις φωνητικές ικανότητες του Scheepers. Άκρως εντυπωσιακός, ειδικά στην γέφυρα που οι νότες εκτοξεύονται.
Άφησα για το τέλος δύο κομμάτια που σφράγισαν την λατρεία μου: Πρώτον, το Money, το οποίο γκρουβάρει στο κουπλέ του παράτολμα για power metal της εποχής και διακατέχεται από μια ξέφρενη διάθεση που τονίζεται από το ντουέτο του Kai και του Scheepers στα φωνητικά. Αυτή η διάθεση «τρέλας» πάει κουτί στην θεματολογία του κομματιού, το οποίο ενώ εκ πρώτης όψεως ακούγεται κλισέ, τελικά αφήνει μια πολύ ειλικρινή γεύση στο τέλος. Πάλι φυσικά, οι περιστάσεις της κυκλοφορίας δίνουν πόντους αξιοπιστίας. Είναι ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια στον δίσκο παρόλο που πέρασε μάλλον απαρατήρητο (ή και με αρνητικό πρόσημο) τελικά, πρώτον γιατί συγκινήθηκα στο άκουσμα της φωνής του Kai ξανά και δεύτερον γιατί ειδικά σε αυτό το κομμάτι υπάρχει σαφής διάθεση πειραματισμού στην δομή και το ύφος της μουσικής.
Δεύτερον, το ομώνυμο κομμάτι, το 14λεπτο-και-βάλε έπος. Εν αντιθέσει με τα δύο έπη των Helloween που είχαν προηγηθεί (Halloween και Keeper of the Seven Keys) αυτό δεν έχει αφηγηματικό χαρακτήρα με πληθώρα αλλαγών. Αντιθέτως, έχει πολύ straightforward δομή: Κουπλέ-ρεφρέν εις διπλούν, σόλο και φινάλε. Απλά έχει ένα αργό, εμβατηριακό σχεδόν τέμπο και ύφος και ένα 5λεπτο σόλο. To βασικό του ριφ, όπως μου υπέδειξαν και πρόσφατα (και δεν είχα πάρει και χαμπάρι μέχρι εκείνη την στιγμή) φέρνει πολύ στο βασικό ριφ του Victim of Changes. Όπως απάντησα και τότε, η ομοιότητα είναι εμφανής (ασχέτως που δεν πήγε το δικό μου μυαλό) αλλά σταματάει εκεί. Τα κομμάτια μοιράζονται το ίδιο σασί αλλά μιλάμε για δύο τελείως διαφορετικά αυτοκίνητα. Τα vocal lines του Heading for Tomorrow είναι η μισή σύνθεση και είναι απλά μοναδικά και αριστουργηματικά. Εξαιρετική δουλειά (ακόμη μια φορά) από τον Ralf, το κομμάτι καθηλώνει. Και το σόλο που ξεκινάει χωρίς την μπρίζα της παραμόρφωσης είναι απλά μαγεία, πραγματικά αναδεικνύει την πλευρά του Kai που έχει πολύ old school ρίζες, με απλό παίξιμο, με τρομερό touch που χρωστάει στον Gilmour και τις φράσεις σε πρώτο ρόλο. Αυτά μέχρι να σκάσει η παραμόρφωση και να πάμε σε κλάσικ power metal φόρμες που οδηγούν στο επικό φινάλε. Το όλο κομμάτι συνοψίζει και το όραμα του δίσκου, το οποίο μια αδιάφορη ματιά μπορεί εύκολα να παρερμηνεύσει ως απλοϊκό, borderline παιδικό αλλά επαναλαμβάνω, μια βαθύτερη ματιά στην εποχή που βγήκε και τις συνθήκες υπό τις οποίες κυκλοφόρησε ο δίσκος, του δίνει πολύ περισσότερο ειδικό βάρος. Τουλάχιστον σε μένα.
Ο δίσκος (το CD βασικά) συμπληρώνεται με μια ωραιότατη διασκευή στο Look at Yourself των Uriah Heep, μια μπάντα που ο Kai έχει ιδιαίτερη αδυναμία.
Μιλώντας εντωμεταξύ για την ομοιότητα του Heading for Tomorrow με το Victim of Changes, βρίσκω την ευκαιρία να σχολιάσω ότι τελικά η ιστορία με τους Gamma Ray που εμπνέονται/δανείζονται/ξεπατικώνουν (διαλέγετε αναλόγως την προαίρεσή σας) τους Judas Priest ξεκινά από την αρχή της καριέρας του(ς). Όχι μόνο στους Gamma Ray. Πόσοι έχουν παρατηρήσει π.χ. ότι το βασικό ριφ του Victim of Fate είναι το Breaking the Law σπινταρισμένο μέχρι αηδίας; Εμένα μου το είπαν και αυτό πάντως, μόνος μου δεν πήρα χαμπάρι τίποτα (στόκος τελικά).
Επιστροφή στο βίωμα του Heading for Tomorrow στον μικρό Vic. Λατρεία, σε σημείο βλακείας, άπειρα ριπίτ, άπειρες ανατριχίλες, πολύ air guitar, πολύ air drumming και φυσικά μάζεμα χαρτζηλικίου και πείνες για να συμπληρώσω δισκογραφία, ξεκινώντας από το Heaven Can Wait EP (ψοφάω για το σπαγκέτι western feeling του Lonesome Stranger και το Sail On είναι πολύ ωραίο κομμάτι επίσης, μετά μέτρια πράγματα) και προχωρώντας στο αηδιαστικά υποτιμημένο Sigh No More (με ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια έβερ μέσα, το Dreamhealer), στο καταπληκτικό και ανακουφιστικά φρέσκο για το ιδίωμα Insanity and Genius. Για τα οποία πιθανώς να γράψω και ένα Part III.
Το απόγειο της λατρείας/βλάβης φτάνει εν έτει 1993 και αφού έχω κλείσει ως οπαδός Metallica μετά την συναυλία και συνάντηση με την μπάντα backstage, δήλωνα ευθαρσώς (και εισπράττοντας wtf βλέμματα) ότι η αγαπημένη μου μπάντα είναι οι Gamma Ray (εννοώντας τον Kai Hansen γενικά βέβαια…).
…και δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που μετά από άπειρες επισκέψεις στο δισκάδικο είδα το σινγκλάκι του Rebellion in Dreamland να φιγουράρει καμαρωτό και να μου φωνάζει ικετευτικά «πάρε με Βικ, με ποθείς, μην το αρνείσαι» (Schizos are never alone φάση). Τι να αρνηθώ; Πλάκα κάνουμε;
Είχα στενοχωρηθεί που πήρε πόδι ο Scheepers γιατί ήταν φωνάρα. Από την άλλη όσο φωνάρα είχε (και έχει) το άτομο τόσο του λείπει το χάρισμα του frontman, πραγματικά ελάχιστος μιλάμε, εκπέμπει γιγαβάτ φλωροσύνης, σκοτώνει κάθε ίχνος cool σε όλο το οπτικοακουστικό υλικό των Gamma Ray και εικάζω ότι αυτό παίζει μεγάλο ρόλο στα μειδιάματα που εισέπραττα. Καμία απολύτως σχέση με Kiske σε αυτόν τον τομέα.
Έφυγε πάντως γιατί ήθελε να πάει στους Priest, τότε, πριν πάρουν ακόμα τον Ripper. Και είχε βάλει λέει σε δεύτερη μοίρα την μπάντα, με την έννοια ότι έμενε Στουτγκάρδη και όχι Αμβούργο όπως οι υπόλοιποι (πριν το Internet-για-τις-μάζες όλα αυτά) και δεν καιγόταν να μετακομίσει που του έλεγαν. Αυτά σε συνδυασμό ότι ψηνόταν πολύ περισσότερο για την ωντισιόν του και το γεγονός ότι ο Kai Hansen πιθανότατα είχε ψηθεί πολύ να ξανατραγουδήσει, τον οδήγησαν στην πόρτα της εξόδου. Και εγώ να πω την αλήθεια, όσο και να τον συμπαθούσα τον Ραλφ, ε, να ξαναδώ τον Hansen σε Walls of Jericho πόστο, με ΕΦΤΙΑΧΝΕ.
Και να που το σινγκλάκι της νέας μου αγαπημένης μπάντας με παρότρυνε λάγνα να το αγοράσω. Αλλά πού λεφτά για φράγκα. Νο πρόμπλεμ. Τρέξιμο στου Αλέξη, «βγήκε το νέο Gamma Ray, ΠΑΜΕ ΤΩΡΑ!». Και πήγαμε, δεν είχε την λατρεία μου αλλά γούσταρε σίγουρα πολύ. Και το ψωνίσαμε (καταχρηστική χρήση α’ πληθυντικού) και πήγαμε σπίτι του και μπήκε το Rebellion in Dreamland. Φαντάζομαι χαμογελάνε όσοι ξέρουν τι είναι η εισαγωγή του Rebellion in Dreamland και το υπόλοιπο κομμάτι. Ε, ναι, εκείνη τη στιγμή, το σύμπαν και ο Kai Hansen με ΔΙΚΑΙΩΣΑΝ για την επιλογάρα μου, έσκασε μαζεμένη όλη η Hansen έμπνευση σε αυτό το heavy/power/epic αριστούργημα και γενικά έπεσε τόσο λιώσιμο στο σινγκλάκι που το μόνο αντίστοιχο που θυμάμαι είναι στο Under Siege των Sepultura (έχει το Orgasmatron εκεί, see?), μόνο που εδώ το άκουγα όλο, συνέχεια, το Rebellion, το Land of the Free (“Α! Ο Κίσκε είναι αυτός στο τέλος!” *πλιτς*-*πλιτς*) και την διασκευάρα στο Heavy Metal Mania και το ντέμο ακόμα του As Time Goes By, το οποίο είναι μεγάλη κομματάρα από το Sigh No More.
Και μετά εγένετο (δώρο γεννεθλίων) Land of the Free και επιτέλους γύρω μου δεν με κοίταζαν πια με wtf βλέμματα και μειδιάματα, ευνοούσε και η εποχή φυσικά, στα ντουζένια του το power τότε, όλοι το έβλεπαν ξεκάθαρα, ο τύπος είναι τεράστιος. Keeper of the Seven Keys Part III. Δεν ξέρω τι λένε οι Helloween και οποιοσδήποτε άλλος, αυτός ο δίσκος έχει αυτό το magic touch που ξεχειλίζει έμπνευση, που τον καθιστά έναν από τους λίγους δίσκους του ιδιώματος που συναντά καθολική αποδοχή και εκτίμηση από τον γενικότερο μεταλλοπληθυσμό, ακόμα και τους κυνικούς που κάνουν εμετό πια μετά την παρέλαση κάθε είδους τυριού από τις βιτρίνες.
Το αποκορύφωμα της πόρωσης φυσικά ήρθε με το live στην Αθήνα, όπου η μπάντα έσκισε, το κοινό σεληνιάστηκε (Ride the Sky με Kai στα φωνητικά μετά από νηστεία χρόνων; Ε, λογικό είναι) και κανείς δεν νοιάστηκε που ζορίστηκε ο Kai στο Future World λιγουλάκι ή που η πρώτη απόπειρα του Heavy Metal Mania κλάταρε και έπαιξε restart.
Ε, να μην δω και τον Kai από κοντά; Κλασικά, στο περίμενε έξω από το Ρόδον, με την παρέα. Μαζί και ένας βετεράνος τέτοιων καταστάσεων, αράζουμε δίπλα στο λεωφορείο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος που φράζει την πόρτα. Εκεί πιάσαμε κουβεντολόι με ένα roadie, ο οποίος συγκινήθηκε που άκουσε ότι κάναμε όλο τον δρόμο από την Κρήτη και μας υποσχέθηκε ότι θα μεριμνήσει να πάρουμε τουλάχιστον ένα αυτόγραφο. Πράγματι, με το που καταφέρνει να ξεγλιστρίσει ο Κάι από τον λαό, τον αρχίζει εκεί στα ντόιτς, έπιασα το «Κρέτα» (κουλτούρα παιδί μου), άνοιξε το μάτι του Κάι και όντως ήρθε και μας ευχαρίστησε προσωπικά και εγώ ένιωθα τα πόδια μου να λυγίζουν.
Δεν θυμάμαι όλο τον διάλογο, θυμάμαι να τον ακούω ψαρωμένος, εντελώς βλαμμένος φανμπόης όμως, εκτός από μία ερώτηση. Την οποία δε θα ξεχάσω και ποτέ αφού το δούλεμα που έφαγα μετά από τον παρευρισκόμενο Αλέξη δεν τέλειωσε ποτέ. Τον ρώτησα “Who is the Saviour?” αναφερόμενος στους στίχους του Abyss of the Void (υπερέπος Manowar-ικών διαστάσεων) για να το παίξω ο οπαδός που εκτιμά το καλλιτεχνικό έργο, δεν είμαι και κανένας ούγκα μπούγκα, κοίτα πόσο με άγγιξες, έχω ανησυχίες εγώ, δεν χαίρεσαι που σε ρωτάω; Και άκουγα όλο χαρά και με ύφος μαθητή να μου λέει “it’s you, it’s me, it’s everybody, if you really want to”. Νεύμα του κεφαλιού «σε καταλαβαίνω πραγματικά τι εννοείς» από εμένα. Που δεν είναι και δύσκολο να καταλάβεις τι εννοεί αλλά εκείνη τη στιγμή με τόνους αδρεναλινο-LSD να ρέουν στο αίμα μου και με τα προαναφερθέντα λυγισμένα γόνατα, εγώ ένιωθα ότι πιάσαμε επίπεδα Κούντερα και με λένε Αρτέμη.
…όπως είπα, το δούλεμα δεν τελείωσε ποτέ. Πάντως τσίμπησα υπογραφές από όλους πλην του Thomas Nack (dr.). Στο Insanity and Genius. Και όχι στο Land of the Free για τον λόγο ότι ο φίλος που μου αγόρασε το Land of the Free για δώρο έβαλε και το προσωπικό του touch με στυλό. Εγώ του είχα πάρει το Rust in Peace (start with the obvious) και έγραψα εγκάρδια αφιέρωση μέσα «στο πήρα από υποχρέωση». Για να ρεφάρει μου έγραψε και αυτός «από «αγάπη» στο πήρα» και στην φωτογραφία της μπάντας εμφανώς «Ramma Gay», που ήταν και η πρώτη φορά που είδα το λογοπαίγνιο, μετά έγινε και της μόδας, μπροστά από την εποχή του ο Βάγγος. Ε, δεν το δίνεις στον Κάι να το υπογράψει. Καλύτερα κιόλας γιατί 6 χρόνια μετά, πέτυχα και τον Ralf Scheepers στο Bloodstock 2001 και μου υπέγραψε και αυτός το Insanity και ήταν το πρέπον.
Ο οποίος τότε είχε μπει για τα καλά στην φάση Σφίχτερμαν, με πέτσινο γιλεκάκι με το στέρνο έξω και οι Άγγλοι κάφροι (όχι όλοι) είχαν μια ελαφρά περιπαικτική διάθεση απέναντί του. Καμπάνα φωνή το άτομο, πραγματικά εντυπωσιακό λαρύγγι αλλά η σκηνική του παρουσία θέλει αντοχές στην λακτόζη. Anyway, τον προλαβαίνω και του λέω «θα ήθελα πολύ να υπογράψεις αυτόν τον δίσκο» και μόλις τον είδε έκανε «ωωωω», πού το θυμήθηκα, σκάλωσε κανονικά. “I love this album, what’s it been? 12 years?” και πήρε ένα νοσταλγικό βλέμμα προς το κενό, not unlike το βλέμμα στο εξώφυλλο του Heading for Tomorrow (the circle is complete), απλά καράφλας και χωρίς γυαλιά ηλίου.
Τι έλεγα; Ναι. 8 χρόνια είχαν περάσει πάντως, έπεσε αρκετά έξω και θυμήθηκα την ιστορία κάποιου που μου διαφεύγει τώρα που έλεγε ότι τον είχε πετύχει σε μπαρ να τα πίνει την ημέρα που του ανακοινώθηκε ότι απολύεται από τους Gamma Ray. Τον λυπήθηκα να πω την αλήθεια, όχι και τίποτα άλλο, οι Primal Fear μου φάνηκαν και μου φαίνονται πολύ κλισαρισμένοι και δεύτεροι, ειδικά σε σχέση με το (έως τότε) πλουραλιστικό προφίλ των Gamma Ray. Μου το υπέγραψε πάντως, μαζί με μια σημείωση “This is a great album!” που σαν πληροφορία είναι κομματάκι περιττή για το άτομο που στο δίνει να το υπογράψεις.
Gamma Ray λοιπόν, ναι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μετά το Land of the Free γύρισε ένας διακόπτης. Όπως έγραφα και το 2005 στην κριτική του Majestic, από το πολυμορφικό ήχο που χώραγε το Money, το Dreamhealer, το Insanity and Genius κλπ, σταθεροποιήθηκαν στην φόρμα του δυναμικού euro power αλά Hansen. Που έχει και πολλούς φίλους, η συναναστροφή μου με μεταλάδες, μέσω οθόνης ή επί προσωπικού με έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι θεωρούν την χρυσή εποχή της μπάντας αυτή που ξεκινά από το Land of the Free και τελειώνει (ανάλογα την ηλικία και την συμπάθεια βέβαια), συνήθως στο Powerplant. Στην Αμερική σίγουρα το συγκεκριμένο. Εγώ πάντως διαφωνώ (όχι ότι με χαλάνε κιόλας - μέχρι το Majestic, μετά άρχισα να χαλιέμαι λίγο) και επίσης θεωρώ πολύ υποδεέστερη την ομάδα που έχει τώρα. Μην τα ξαναλέω όμως, τα λέω στην κριτική από τότε και δεν έχω αλλάξει γνώμη ακόμα, δυστυχώς.
Όπως και να έχει το πράγμα όμως, ο Kai Hansen ξεκινώντας από το 1985 με το Helloween και φτάνοντας τουλάχιστον μέχρι το Land of the Free είναι υπεύθυνος (αλλού σχεδόν αποκλειστικά, αλλού σε συνεργασία με άλλες μορφάρες) για ένα απίστευτο σερί κυκλοφοριών, συν κάποια ωραιότατα λάιβ και χορταστικά EP και σινγκλάκια. Επίσης να καταγραφεί και επισήμως η αποψάρα μου στο δίλημμα Gamma Ray vs. Kai-less Helloween, ακατέβατος και αδιαπραγμάτευτος άσος. Τόσο μεγάλη διαφορά, it’s not even funny man. Αν έδιωχνε τον Weiki πάντως τότε και κράταγε αυτός το κολοκυθοσουξέ, σήμερα θα ήταν εκατομμυριούχος. Στάνταρ.
Και για να τερματίσω το σορόπι αυτού του κειμένου, νομίζω πως ήταν πολύ ταιριαστό το γεγονός που ερχόμενος σπίτι μετά από βραδυνή έξοδο το καλοκαίρι του 2001, πλησιάζοντας το δωμάτιό μου άκουσα από μέσα τον Kai Hansen να λέει «Shall we Ride the Sky together? Yeah!» για να μπω μέσα και να βρω μια πανέμορφη γυναίκα στο κρεβάτι μου…
…η οποία είχε αράξει με την μικρή μου αδερφή και τα λέγανε και κάνανε επιδρομή στην δισκοθήκη του μεγάλου αδερφού, ο οποίος επέστρεψε την κατάλληλη στιγμή ώστε να μπορεί να γράφει αυτή την σοροπιαστή ιστορία για το πώς πρωτοσυνάντησε την γυναίκα του. :)
Δίσκοι:
1. Heading for Tomorrow
2. Land of the Free
3-4. Sigh No More/Insanity & Genius (αναλόγως το φεγγάρι)
5. Somewhere Out in Space/Powerplant (ομοίως)
Top 10 Gamma Ray κομμάτια:
1. Dream Healer
2. Rebellion in Dreamland
3. Welcome/Lust for Life
4. Afterlife
5. Heading for Tomorrow
6. The Cave Principle
7. One with the World
8. Future Madhouse
9. Abyss of the Void
10. Changes
Top 10 solo:
1. Lust for Life
2. Lonesome Stranger
3. Abyss of the Void
4. Strangers in the Night
5. Heading for Tomorrow
6. Beyond the Black Hole (τελευταίο)
7. Man on a Mission
8. Dream Healer
9. Hold Your Ground
10. Heal Me
Top 5 ανατριχίλας:
1. Lust for Life (3:30)
2. Rebellion in Dreamland (I’ll be there…ουώ-ω…ω-ω-ω…ΑΑΑΑΑ!)
3. Afterlife (εκεί στο 2:10 μεριά που σκάει η μελωδία της κιθάρας. Γενικά το κομμάτι είναι όλο μια ανατριχίλα)
4. …εδώ και μισή ώρα ακούω δεκάδες κομμάτια και συγκινούμαι και δεν την παλεύω να τελειώσω την λίστα, μιλάμε για αναμνήσεις ζωής πολύ βαριές. Α, ρε Kai… Πάμε σε κάτι πιο εύκολο…
Top 5 διασκευών:
1. Heavy Metal Mania
2. Gamma Ray
3. Look at Yourself
4. Victim of Changes
5. It’s a Sin
Όσο και να χάνει την έμπνευσή του με τον καιρό πάντως ο Kai, στις διασκευές πάντα είναι άψογος.
1 comment:
You're welcome.
H mikrh aderfh.
:P
Post a Comment