Tuesday, May 22, 2018

Vic's log: Πώς πέρασα την δεύτερη μέρα στο Chania Rock Festival 2017


H πρώτη μέρα πήγε θαυμάσια αλλά μουσικά ένιωσα πραγματικά το βράδυ. Σήμερα έχω το προαίσθημα ότι θα νιώσω πολύ περισσότερο. Στο βανάκι η επιλογή στα ηχεία έπεσε σε κάποιον που κρατούσε το Brave New World. Θα μπορούσαμε και καλύτερα αλλά και πολύ χειρότερα. To Wickerman πάντως παραμένει μετριότατο και θα μου θυμίζει πάντα τη φορά που έβαλα το single που μου είχαν κάνει δώρο τότε στο Bristol, που παραμένει μια αρκετά πικρή ανάμνηση. Ο υπόλοιπος δίσκος είναι πραγματικά αξιοπρεπέστατος αλλά ακόμα απορώ με όλο αυτόν τον κόσμο που τον βάζει στο επίπεδο των πρώτων 7. Δηλαδή δεν απορώ και τόσο, μάλλον μνημείο στο πόσο δισκάρες ήταν αυτά με τον Bayley είναι η αποθέωση στο BNW αλλά ας αλλάξουμε θέμα.

Φτάνοντας στα Χανιά σκοπεύουμε να τηρήσουμε το ίδιο πρόγραμμα με χθες γιατί InnerWish θέλω να δω οπωσδήποτε. Τους Hemingways δεν τους προλαβαίνουμε καν. Πάμε για μάσα. Ο Μανώλης λέει να κάνουμε γρήγορα γιατί και οι Eversin είναι ενδιαφέροντες, τεχνικό thrash λέει. Δυστυχώς επιστρέφουμε την ώρα που κατέβαιναν, μη μας κάτσει και το χάμπουργκερ καλοκαιριάτικα. Ρωτάω φίλους που τους είδαν και μου λένε καλά λόγια “αλλά δεν έχασες και τίποτα συγκλονιστικό”. Ελπίζω πως όχι, να χάσω καλούς θρασάδες θα μου χτυπήσει άσχημα. Κάνω την περασά αργότερα από τον καναπέ, not bad at all, στην σκηνή ίσως ζωντανεύει και αυτή η παραγωγή...

Μέσα στον Προμαχώνα ανταλλάζω χαρωπές κουβέντες με γνωστούς και φίλους, αρκετούς που συναντώ για πρώτη φορά (α, το ίντερνετ!). Οι InnerWish είναι πολύ καλοί. Φωνητικά ο Εικοσιπεντάκης τα πάει περίφημα και ο Τσίγκος (με βερμουδίτσα και καπελάκι για τον ήλιο μούρλια) παραμένει εγγύηση ενός hard n’ heavy metal axeman, με ουσία, δυναμικές και ένταση, όπως πρέπει. Όλη η μπάντα ξεχειλίζει εμπειρία και παρά το καμίνι δεν έχει πρόβλημα να κερδίσει τους παρευρισκόμενους. Πολύ συγκινητική υπήρξε η στιγμή που αφιέρωσαν ένα κομμάτι (νομίζω το εξαιρετικό Rain of a Thousand Tears αλλά δεν παίρνω και όρκο) στον Μιχάλη Σαβοϊδάκη. Αυτή τη φορά ο Αντώνης (αν θυμάμαι καλά), όπως ο Μανώλης πέρυσι με τους Rock n’ Roll Children στο Ηράκλειο, έσπασε στην μέση της αφιέρωσης. Κατανοητό. Ο Μιχάλης, ήταν ορκισμένος φίλος των InnerWish από τις πρώτες μέρες, τους φιλοξενούσε σπίτι του, ήταν αδελφικός τους φίλος, ένα ευγενέστατο παιδί (παροιμιωδώς), με χιλιοβασανισμένη ζωή αλλά και ήρεμη δύναμη που πάντοτε έλεγε απερίφραστα, απλά και ακομπλεξάριστα ότι αντλούσε την δύναμή του από το heavy metal. Accept, Saxon και Running Wild οι βασικότερες πηγές του. Παιδί που ξέρουν οι περισσότερες ελληνικές μπάντες μιας και φρόντιζε θρησκευτικά να τις υποστηρίζει.

Επίλογος με Ready for Attack και οι InnerWish ολοκλήρωσαν μια μεστή εμφάνιση και κατέβηκαν για να δώσουν την σκυτάλη στο δεύτερο μεγάλο όνομα της ημέρας. Τους Phil Campbell and the Bastard Sons, τη μπάντα του μακροβιότερου κιθαρίστα των Motorhead και συνθέτη πολλών εκ των καυλωτικώτερων riff τους (KILLED BY DEATH!). Μαζί με 3 γιους του και τον τραγουδιστή Neil Starr γυρνάει τον κόσμο ανοίγοντας σε λαοθάλασσες (εμάς ερχόταν από την περιοδεία με τους Guns n’ Roses), θέτοντας ως όρο να μην μπει πουθενά το logo των Motorhead. Ναι μεν το μισό σετ είναι τραγούδια των Motorhead και φυσικά δικαιούται (να μην πω υποχρεούται) να δίνει στον κόσμο την ευκαιρία να τα απολαμβάνει ζωντανά αλλά παπάτζες τύπου Dio hologram tour δεν έχει καμία όρεξη να πουλήσει. Νομίζω θα τον τσάντιζε κάτι τέτοιο. Lemmy είναι μόνο ένας και ο Neil δεν προσπαθεί να τον μιμηθεί στη χροιά και το στυλ παρά μόνο στο πάθος και τον τσαμπουκά. Πριν βγουν τους έβλεπα με καλό μάτι χωρίς να έχω ακούσει νότα του EP τους.

Στην σκηνή με κέρδισαν με τη δεύτερη, το No Turning Back που έκανα σημείωση να τσιμπήσω μετά το EP (με υπογραφές το έδιναν, δεν με χάλασε!), μιας και γίνεται ολοφάνερο ότι ο Phil είχε μεγάλο μερίδιο στον ήχο των Motorhead και προφανώς δεν το έχει χάσει το χάρισμα. Όταν έπαιξαν το πρώτο Motorhead της βραδιάς είχαν ήδη κερδίσει τον κόσμο, τώρα τον ζούρλαναν. Τα πλήθη άρχισαν να κουνιούνται πολύ και ο συνδυασμός της ώρας που ευλογημένα δύει ο ήλιος, δροσίζει και φτιάχνει ατμόσφαιρα απογείωσε τα vibes. Οι Bastards έχουν attitude, παρουσία που γεμίζει την σκηνή, αέρα εμπειρίας από τον Phil, θράσος του Neil που μπριζώνει το κοινό και το μπινελικώνει (“fuck you!”) με τρόπο που δεν προσβάλλει! Αντιθέτως… Απλά τα παιδιά χαιρετιούνται με κωλοδάχτυλα. Χαιρετήσαμε και μεις κατόπιν προτροπής πατέρα και αδελφών τον ένα εκ των υιών και καυλώσαμε με πολλές επιλογές (Eat the Rich!).

Ξέραμε ότι δεν υπάρχουν πια Motorhead αλλά και ότι οι Motorhead δεν θα πεθάνουν ποτέ. Πολύ ευχάριστη έκπληξη η διασκευή στο Children of the Grave, προσωπική αδυναμία του Phil (και δική μου!), αφιερωμένη στους Lemmy και Philthy. Κλείσιμο με Killed by Death και η βραδιά πάει τρένο. Χτυπάμε και μπυρίτσες και τώρα που έχει σουρουπώσει και αρχίζει το αεράκι με ξαναγεμίζει η αίσθηση ευτυχίας. Απλά περνάω φανταστικά. Ώρα για τα μεγάλα όπλα.

Για την επικείμενη εμφάνιση των Warlord έχω κτηνώδη ανυπομονησία. Λατρεύω την κλασική εποχή τους και τα Deliver Us, Aliens, Black Mass ανήκουν στο πάνθεον του heavy metal. Ο τελευταίος δίσκος μου αρέσει αρκετά αν και θεωρώ ότι ο Rick δεν έκανε και σπουδαία δουλειά στα φωνητικά. Το 2012 είχα μπριζωθεί τρομερά να τους δω αλλά δεν τα κατάφερα και μου έμεινε μια πολύ γλυκόπικρη γεύση. Γλυκύτατη γιατί οι Warlord ήρθαν, συγκίνησαν, αγαπήθηκαν και ο Tsamis γεύτηκε όντως αληθινό μέλι (όχι virtual). Πικρότατη γιατί ατυχείς δηλώσεις έγιναν αφορμή για τόνους χολής, προσωπικής και μεταλλοπατερίστικης χολής, αμφότερες από τις μεγαλύτερες αποστροφές μου. Εκείνη την ημέρα σε διάφορα πηγαδάκια ξανάκουσα τις ίδιες κατηγορίες και μέχρι σήμερα τις βρίσκω το ίδιο τσάμπα αυστηρές, με βολική εστίαση σε κάθε τι αρνητικό, αγνοώντας την πλήρη εικόνα και τα δεδομένα μιας πολύ, πολύ δύσκολης ζωής, που προσωπικά μου απαγορεύει την οποιαδήποτε διάθεση κατάκρισης. Εσύ θα ήσουν ενήμερος για τη μέταλ πραγματικότητα των 00s και θα χοροπήδαγες σαν κατσίκι στην σκηνή στα 55 σου έχοντας περάσει ό,τι έχεις περάσει με θέματα υγείας; Τέλος πάντων, άφησα τις κατηγορίες αυτές για τους Στέφανους Χίους όπου ανήκουν, και πήραμε θέση με το Ποπάκι για τους Warlord.

Lucifer’s Hammer. Ήχος πολύ καλός. Φωνητικά καλά, προφανώς μιλάμε για μεγάλο τραγουδιστή αλλά μου φαίνονται μπροστά και ξερά στην μίξη, εκθέτουν λίγο τον Λεπτό που ίσως κουράζεται λίγο λόγω της ζέστης. Σιγά-σιγά στρώνει στην τελειότητα ο ήχος και αναδεικνύονται όλες οι αρετές των Warlord. Πρώτα-πρώτα ο Zonder. Ντράμερ ογκόλιθος στο metal σύμπαν, τον βλέπω πρώτη φορά στη ζωή μου (είχα δει τους Fates Warning με τον Virgilio). Και είναι μέγιστος παράγων στην μοναδικότητα της μουσικής των Warlord. Μακράν το καλύτερο χτύπημα του φεστιβάλ, ανεβάζει το λέβελ της μπάντας σε μέγιστο βαθμό. The band is as good as the drummer λέει ένα αξίωμα (που ενστερνίζομαι θερμώς - τη εξαιρέσει που επιβεβαιώνει τον κανόνα Lars Ulrich post-93) και εδώ η μπάντα δεν έχει ταβάνι. Πόσο μάλλον όταν το rhythm section συμπληρώνει ο τεράστιος Philip Bynoe, τον οποίο είχα δει το 1997 στη μπάντα του Steve Vai, στους G3 στο Λονδίνο. Τότε έπαιζε με τον Mangini (εξωγήινα πράγματα, ούτε το 1/3 δεν πιάνει στους Theater), σήμερα τον έβλεπα με άλλο φρούτο αλλά παρόμοιας κλάσης παίχτη. Ήταν απλά παγκόσμιας κλάσης, τέλειοι. Και μόνοι τους να έπαιζαν, πάλι θα ψάρωναν. Σε αυτό το υπερπαρφέ σασί κούμπωναν οι κιθάρες του Tsamis και του Paolo Viani. Μαγεία. Ακόμη και οι πιο απλοϊκές από τις μεταγενέστερες συνθέσεις απογειώνονταν σε σημεία ανατριχίλας και στα έπη (ορίτζιναλ και ύστερα) η κατάσταση οδηγούσε σε κόμπους στο λαιμό από την συγκίνηση. Δεν έκλαψα αλλά αν έβλεπα ανθρώπους να κλαίνε (δεν είδα) θα ήταν η φυσιολογικότερη εικόνα του κόσμου.

Ο Νικόλας Λεπτός μου φαίνεται πιο σίγουρος πάνω στην σκηνή απο τα βιντεάκια που έχω δει και έστρωσε πολύ σε κάποια από τα κομμάτια που δεν απαιτούσαν φωνητικές ακροβασίες. Αυτές τις έβγαλε όπου υπήρχαν αλλά όχι πάντοτε καρφωτά, όμως το ζουμί δεν είναι η απόδοσή του που είναι τουλάχιστον επαρκής και είμαι σίγουρος σε πιο καλές συνθήκες θα σκοτώνει. Είναι το ύφος του που διαφέρει αισθητά από το ύφος των δίσκων που μου κάνει εντύπωση. Τα φωνητικά των Warlord στην δισκογραφία τους χαρακτηρίζονται περισσότερο από την σχεδόν φλατ ήρεμη γλυκύτητά τους και πολύ λιγότερο από το μέταλ πάθος. Ο Λεπτός προσφέρει μια πιο δυναμική ερμηνεία. Σε κάποιους άρεσε η διαφορά, σε άλλους ξένισε. Τίποτα όμως δεν χάλαγε το σύνολο που ήταν εξαίσια μουσική παιγμένη με αφόρητη φινέτσα και κλάση. Δεν μπορώ να μην κολλήσω πάλι στον Zonder, ο άνθρωπος γκρούβαρε και χτύπαγε ανελέητα με jazz grip και τρελή δουλειά στα πιατίνια.

Οι δισολίες είναι σχεδόν ορατή κρέμα στα αυτιά, ενώ τα πλήκτρα ντύνουν το αποτέλεσμα ιδανικά. O Βαφειάδης παρεμπιπτόντως ήταν γεμάτη φυσιογνωμία στο σανίδι, εμφανώς δοσμένος εξ ολοκλήρου στην μουσική και στο κοινό. Ο Tsamis ήταν σταθερός και ακίνητος, μάτια και πνεύμα στην κιθάρα, εξαιρετικός παίχτης και ιδιαίτερη, σεβάσμια φιγούρα στην σκηνή, τουλάχιστον έτσι τον αισθανόμουν. Ο Μανώλης αργότερα θα συμφωνήσει εμφατικά για την τεραστιότητα του Zonder (καλά, μόνο κουφοί ή εμπαθείς δεν πρέπει να πήραν χαμπάρι τι είδαν) και η μπάντα και ο ήχος «για το Μέγαρο» (όχι για το κοινό του Μεγάρου) ή για το Ηρώδειο που πουλάει και πιο πολύ τελευταία. Ο Προμαχώνας πάντως, δύο στα δύο χλατσωτά τρίποντα σαν χώρος για τους headliners. H εμφάνιση κλείνει θριαμβευτικά με το Child of the Damned, όπου κάνει και μια περασά σε μια στροφή ο Giles Lavery (τον έχετε δει στις πρώτες εμφανίσεις των Warlord στην Ελλάδα και τον ακούμε και στο Kill Zone από το Holy Empire) και είναι καλοδεχούμενος. ΠΑΡΦΕ εμφάνιση, αντάξια της φήμης των Warlord.

Ο Λαός σιγά-σιγά κινείται προς την έξοδο, συνωστισμός ακριβώς απέξω στο σαντουϊτσάδικο, έχει πιάσει πολλούς μια μετα-φεστιβαλική λιγούρα, παρέες ξαναβρίσκονται και συντονίζονται (για Avalon ή για Ηράκλειο…), απόψεις, χαμόγελα, γέλια ανταλλάσσονται και κλείνονται ραντεβού για το Ηράκλειο και το Over the Wall και κάπως έτσι πάμε στο, φίσκα πια, βανάκι της επιστροφής.

Σκουλήκια από την κούραση που αρχίζει και κατακλύει το σώμα με το που καθόμαστε στην γαλαρία, ο δρόμος της επιστροφής είναι ζόρικος (my kingdom for a bed and a foot massage) και εν μέσω ανήσυχων, άβολων πεντάλεπτων ύπνων, με σφήνες κομμάτια από ένα κινητό ή τα ηχεία ή και τα δυο μαζί (…) φτάνουμε στο Ηράκλειο. Τελευταίο σπριντ για το σπίτι με το αμάξι, τσεκάρισμα απογόνων (ζουν ακόμη, ΟΚ) βγάλσιμο παπουτσιών (ΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααααααα…), βραχιολακίων που θα πάνε στο κουτάκι με τα ΜΕΤΑΛ σουβενίρ και ύπνος άμεσος χωρίς πρόλογο. Φεστιβαλάρα και φέτος. Νομίζω βασικά το καλύτερο CRF που έχω δει ως τώρα. Για του χρόνου εύχομαι λιγότερη ζέστη, λίγη σκιά, ονοματάρες και να διανυκτερεύσουμε στα Χανιά. Να δω περισσότερη Αθήνα, Θεσ/νίκη, Πάτρα, Ηράκλειο και γιατί όχι Τρίκαλα και Αγρίνιο πχ, να ροκάρουμε παρέα με τους Δανούς, Σουηδούς, Άγγλους, Χιλιανούς και Ιταλούς.

Χαλάλι τους Gojira που χάσαμε (έπαιζαν στην Αθήνα – είδε όλη η Ελλάδα υπερντράμερ εκείνη την ημέρα...). Μπορεί όταν παίρνουμε τα παιδιά μου στο μέλλον (αν θέλουν…) να έρθουν Κρήτη και αυτοί! Μεγαλώνει το πράμα!


Οι φωτογραφίες εκλάπησαν για άλλη μια φορά από το facebook του φεστιβάλ.

No comments: